- ῥοδόστερνος
- ῥοδό-στερνος, ον,A with rosy breast, epith. of Isis, CIG5115 ([place name] Nubia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδόστερνος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύ στερνος, ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek